Αυτοανοσία και επαναλαμβανόμενες αποβολές

Τρίτη, 10 Σεπτεμβρίου 2019

Συγκεκριμένα αυτοάνοσα νοσήματα (συστηματικά ή οργανοειδικά) δεν επηρεάζουν την κύηση, εφόσον αυτή γίνεται σε περίοδο που η ενεργότητα της νόσου δεν είναι υψηλή και οι γυναίκες έχουν καλό έλεγχο και παρακολούθηση. Εντούτοις, αυτοάνοσες αντιδράσεις της μητέρας, κατά τις οποίες αυτοαντισώματα και αυτοαντιδρώντα κύτταρα

έχουν σαν στόχο μόρια που βρίσκονται στην επιφάνεια των κυττάρων του φθαρτού και της τροφοβλάστης, μπορεί να οδηγούν σε αποβολές. Οι αποβολές αυτές μπορεί να εντάσσονται στις εκδηλώσεις του Αντιφωσφολιπιδικού Συνδρόμου (APS), αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν μια από τις εκδηλώσεις ενός ιδιαίτερου συνδρόμου, του Αυτοάνοσου Συνδρόμου Αποτυχίας της Αναπαραγωγής (Reproductive Autoimmune Failure Syndrome -RAFS). Κοινό εργαστηριακό εύρημα στις εμβρυϊκές απώλειες τόσο του RAFS όσο και του APS είναι η παρουσία στον ορό των ασθενών αντιφωσφολιπιδικών αντισωμάτων (antiphospholipid antibodies-APA).

Το 20-30% των γυναικών με επανειλημμένες αυτόματες αποβολές (RSA) παρουσιάζουν στον ορό τους αυξημένους τίτλους APA (<5% σε γόνιμες γυναίκες). Η παρουσία ΑΡΑ αποτελεί την πλέον τεκμηριωμένη και αποδεκτή αιτία απώλειας του εμβρύου μεταξύ όλων των ανοσολογικών μηχανισμών που έχουν προταθεί ως σχετιζόμενοι με RSA. Χωρίς θεραπεία, οι APA+ αποβάλλουσες έχουν μόνο 10% πιθανότητα γέννησης παιδιού σε επόμενη κύηση.

Η κύρια αιτία της εμβρυϊκής απώλειας επί παρουσίας ΑΡΑ είναι η δημιουργία θρομβώσεων που έχουν ως αποτέλεσμα ανεπαρκή παροχή αίματος και υποξία του πλακούντα. Η θρομβογενετική δράση των ΑΡΑ ασκείται μέσω επίδρασής τους στα αιμοπετάλια, στα ενδοθηλιακά κύτταρα, σε αντιπηκτικούς μηχανισμούς και στις οδούς της θρομβόλυσης, ενώ καθοριστικός παράγων για την πρόκληση αποβολών είναι και η επαγωγή μιας φλεγμονώδους αντίδρασης όπου συμμετέχουν μηχανισμοί φυσικής ανοσίας, με εμπλοκή παραγόντων συμπληρώματος, ουδετεροφίλων και κυτταροκινών.  Πέραν των θρομβώσεων, τα ΑΡΑ μπορεί να στοχεύουν άμεσα τα τροφοβλαστικά κύτταρα και να επηρεάζουν την κύηση αναστέλλοντας την φυσιολογική λειτουργία φωσφολιπιδίων που σχετίζεται με τη διαίρεση των εμβρυϊκών κυττάρων, την ενδοτροφοβλαστική σύντηξη, την έκκριση ορμονών και την διείσδυση της τροφοβλάστης.

Οι σχετιζόμενες με APA αποβολές είναι μια από τις θεραπεύσιμες περιπτώσεις εμβρυϊκών απωλειών, μιας και με την κατάλληλη προληπτική θεραπεία επιτυγχάνεται επιτυχής κύηση σε μεγάλο ποσοστό (70-80%). Η θεραπεία αυτή στοχεύει στην καταστολή παραγωγής των αντισωμάτων με χορήγηση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων (κορτικοστεροειδή), αλλά κυρίως στη δέσμευση της δράσης τους, ανάλογα με το τύπο της βλάβης που προκαλούν (μικρές δόσεις ασπιρίνης και ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους επί ΑΡΑ που προκαλούν θρομβώσεις ή ενδοφλέβια χορήγηση ανοσοσφαιρίνης G επί APA που παρεμβαίνουν σε λειτουργίες της τροφοβλάστης).

Σε γυναίκες στις οποίες υπάρχει υποψία ότι οι αποβολές σχετίζονται με APA, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι μπορεί να έχουν αυξημένα και άλλα αυτοαντισώματα που συνήθως συνυπάρχουν και αποτελούν διαγνωστικά κριτήρια του RAFS (π.χ. αντιπυρηνικά αντισώματα – ΑΝΑ και αντιθυρεοειδικά αντισώματα –ΑΤΑ). Έλεγχος για αυτά θα βοηθήσει ώστε οι γυναίκες να έχουν την κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση. Επιπλέον, οι γυναίκες θα πρέπει να ελέγχονται για μικροβιακούς παράγοντες που μπορεί να οδηγούν σε δημιουργία αντισωμάτων που δίνουν διασταυρούμενες αντιδράσεις με APA (Helicobacter Pylori, Ηepatitis C virusHaemophilus influenzaeNeisseria gonorrheaeκαι, σε περίπτωση ανεύρεσής τους, να υποβάλλονται στην ανάλογη θεραπεία..

Μ. Βάρλα-Λευθεριώτη

Συντονίστρια Διευθύντρια Ανοσοβιολογικού Τμήματος

Γενικό Περιφερειακό Νοσοκομείο-Μαιευτήριο Αθήνας «ΕΛΕΝΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ»